παιγνίου

παιγνίου
παίγνιον
plaything
neut gen sg
παίγνιος
playful
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πετράσι, Γκοφρέντο — (Petrassi, Ζαγκαρόλο, Ρώμη 1904). Ιταλός συνθέτης. Παιδί ακόμα, επτά ετών, ήταν ψάλτης στη Ρώμη, στη Σκόλα Καντόρουμ της εκκλησίας του Σαν Σαλβατόρε ιν Λάουρο. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία της Αγίας Κεκιλίας, παίρνοντας δίπλωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”